ἀποχρῶμαι

ἀποχρῶμαι
ἀποχράομαι
pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
ἀποχράομαι
pres ind mp 1st sg (attic)
ἀποχράομαι
pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
ἀποχράομαι
pres ind mp 1st sg (ionic)
ἀποχράω
suffice
pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
ἀποχράω
suffice
pres ind mp 1st sg
ἀποχράω
suffice
pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προαποχρώμαι — άομαι, Α 1. μεταχειρίζομαι εκ τών προτέρων 2. φονεύω κάποιον προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποχρῶμαι «μεταχειρίζομαι κάτι για δική μου ωφέλεια, σκοτώνω»] …   Dictionary of Greek

  • προσαποχρώμαι — άομαι, Α (αποθ.) 1. φθείρω κάτι ακόμη χρησιμοποιώντας το 2. φονεύω κάποιον ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποχρῶμαι «καταστρέφω, σκοτώνω»] …   Dictionary of Greek

  • συναποχρώμαι — άομαι, Α 1. εκμεταλλεύομαι κάτι, επωφελούμαι από κάτι μαζί με άλλον 2. κάνω κατάχρηση μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποχρῶμαι «επωφελούμαι, μεταχειρίζομαι κάτι για δική μου ωφέλεια»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”